Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπικαλύψει

См. также в других словарях:

  • ἐπικαλύψει — ἐπικαλύπτω cover over aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικαλύπτω cover over fut ind mid 2nd sg ἐπικαλύπτω cover over fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαπλαμάτιστος — η, ο [καπλαματίζω] αυτός που δεν τόν έχουν καπλαματίσει, επικαλύψει με καπλαμά …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… …   Dictionary of Greek

  • Χένρι, Τζόζεφ — (Henry, Όλμπανι, Νέα Υόρκη 1797 – Ουάσινγκτον 1878). Αμερικανός φυσικός. Φτωχός, από εργατική οικογένεια πήρε μόνο μια στοιχειώδη μόρφωση και ύστερα δούλεψε ως μαθητευόμενος κοντά σε έναν ωρολογοποιό· συνέχισε να σπουδάζει τις ελεύθερες ώρες του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»