-
1 επικαιρότερα
-
2 ἐπικαιρότερα
См. также в других словарях:
ἐπικαιρότερα — ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επικαιρότερα
2 ἐπικαιρότερα
ἐπικαιρότερα — ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)