Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπικαιρίως

См. также в других словарях:

  • ἐπικαιρίως — ἐπικαίριος conveniently adverbial ἐπικαίριος conveniently masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαίριος — ἐπικαίριος, ον (Α) [επίκαιρος] 1. επίκαιρος* 2. σπουδαίος, αξιόλογος («τά ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης», Ξεν.) 3. (για μέρη τού σώματος) ζωτικός 4. (για πρόσ.) οἱ ἐπικαίριοι τα σπουδαιότερα πρόσωπα τού στρατού (Ξεν.) 5. «οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»