Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπικαθεύδω

См. также в других словарях:

  • επικαθεύδω — ἐπικαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι πάνω σε κάτι 2. επωάζω, κλωσσώ 3. αμελώ, παραμελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ εύδω «κοιμάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»