-
1 επικαθήμενοι
-
2 ἐπικαθήμενοι
-
3 επικαθημαι
1) сидеть (на чём-л.)(τινι Her., Arph. и ἐπί τινι Arph., Arst.)
2) (тж. ἐ. τοῖς ᾠοῖς Arst.) сидеть на яйцах, высиживать детенышей3) (тж. ἐ. ἐπὴ τῆς τραπέζης Dem.) сидеть у (своего) меняльного столаὁ ἐπικαθήμενος Dem. — меняла
4) (рядом) расположиться (лагерем), тж. осаждать(ξυνεχῶς ἐπικαθήμενοι, sc. οἱ πολέμιοι Thuc.; τὸ πρὸς τοῖς Τιγρανοκέρτοις ἐπικαθήμενον στράτευμα Plut.)
-
4 ἐπικάθημαι
A sit upon,τινί Hdt.6.72
, Ar.Eq. 1093; press upon, be heavy upon, : also c.acc.,ἐ. καμήλους App.Syr.32
;πόλις.. λόφον ἐπικαθημένη D.H.1.14
: abs., sit upon eggs, incubate, Arist.HA 558a19, 619b14; of bees, ἐ. ἐπὶ τοῖς κηρίοις ib. 625a5.2. ἐ. ἐπὶ τῆς τραπέζης (v.l. ἐπὶ τῇ τρ.) sit at his counter, of a banker's clerk or money-changer, D.49.17, cf. 33: abs.,ὁ ἐπικαθήμενος Id.36.7
.3. of rain, cling to a flower, Thphr.CP3.24.4.II. sit down against a place, besiege it, abs., Th.7.27: c.dat., App.Mith..78.III. ἐπικαθήμενοι, οἱ, settlers, residents, PTeb.391.11 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικάθημαι
См. также в других словарях:
ἐπικαθήμενοι — ἐπί κάθημαι to be seated perf part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικάθημαι — (AM ἐπικάθημαι) [κάθημαι] κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω αρχ. 1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω 2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι 3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ 4. (για… … Dictionary of Greek