-
1 ἐπικάλυμμα
ἐπι-κάλυμμα, τό, das Darübergedeckte, die Decke, Deckmantel; der Krebsschwanz -
2 ἀ-καλυφής
ἀ-καλυφής, ές, dasselbe, σηκός Soph. Phil. 1311; dem ἐπικάλυμμα ἔχων entgegengesetzt, Arist. de anim. 2, 9.
-
3 ἐπί-πτυγμα
ἐπί-πτυγμα, τό, das Darübergefaltete, der Deckel, bei Arist. H. A. 4, 2 von Schaalthieren, vgl. 4, 5; Schneckengehäuse; der Schwanz des Meerkrebses, sonst ἐπικάλυμμα.
См. также в других словарях:
ἐπικάλυμμα — cover neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικάλυμμα — το (Α ἐπικάλυμμα) [επικαλύπτω] νεοελλ. εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα τής επιφάνειας, επένδυση αρχ. 1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.) 2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα … Dictionary of Greek
επικάλυμμα — το, ατος εξωτερικό κάλυμμα, κάλυμμα της επιφάνειας, σκέπασμα, επένδυση: Μετάλλινο επικάλυμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικάλυμμ' — ἐπικάλυμμα , ἐπικάλυμμα cover neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλυμμάτων — ἐπικάλυμμα cover neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμμασι — ἐπικάλυμμα cover neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμμασιν — ἐπικάλυμμα cover neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμματα — ἐπικάλυμμα cover neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμματι — ἐπικάλυμμα cover neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμματος — ἐπικάλυμμα cover neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek