-
1 ἐπιθρομβόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθρομβόομαι
-
2 επιθρομβωθή
-
3 ἐπιθρομβωθῇ
См. также в других словарях:
ἐπιθρομβωθῇ — ἐπιθρομβόομαι curdle aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)