-
1 επιθετικος
31) всегда готовый к нападению, рьяный(ὅ κύων ἐ. τοῖς θηρίοις Xen.)
2) предприимчивый, деятельный(στρατηγός Xen.; ἐπιθετικώτατος περὴ πάσας τὰς πράξεις Arst.)
-
2 επιθετικός
η, ό[ν]1) наступательный; атакующий;επιθετική δράση — наступательные действия;
επιθετικές επιχειρήσεις — наступательные бой;
επιθετικά όπλα — наступательное оружие;
2) прям., перен. агрессивный;επιθετικός πόλεμος — агрессивная война;
επιθετικόν ύφος — агрессивный тон;
3) грам, относящийся к прилагательному;επιθετικός προσδιορισμός — определение
-
3 επιθετικός
[эпитэтикос] επ наступательный, агрессивный.
См. также в других словарях:
ἐπιθετικός — ready to attack masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθετικός — ή, ό (AM ἐπιθετικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την τάση να επιτίθεται («επιθετική συμπεριφορά», «τὸν στρατηγὸν εἶναι χρὴ ἐπιθετικόν», Στράβ.) 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επίθετο, που έχει την ιδιότητα ή τη θέση… … Dictionary of Greek
επιθετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επίθεση, ο κατάλληλος για επίθεση, που χρησιμεύει για επίθεση: Επιθετικά όπλα. 2. που έχει χαρακτήρα επίθεσης, που γίνεται για επίθεση ή με επίθεση: Επιθετικό ύφος. – Επιθετική κίνηση. 3. που έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιθετικά — ἐπιθετικός ready to attack neut nom/voc/acc pl ἐπιθετικά̱ , ἐπιθετικός ready to attack fem nom/voc/acc dual ἐπιθετικά̱ , ἐπιθετικός ready to attack fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθετικώτερον — ἐπιθετικός ready to attack adverbial comp ἐπιθετικός ready to attack masc acc comp sg ἐπιθετικός ready to attack neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθετικῶν — ἐπιθετικός ready to attack fem gen pl ἐπιθετικός ready to attack masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθετικόν — ἐπιθετικός ready to attack masc acc sg ἐπιθετικός ready to attack neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθετικώτατον — ἐπιθετικός ready to attack masc acc superl sg ἐπιθετικός ready to attack neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθετικαί — ἐπιθετικός ready to attack fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθετικοῖς — ἐπιθετικός ready to attack masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθετικοί — ἐπιθετικός ready to attack masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)