Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιζώστρας

См. также в других словарях:

  • ἐπιζώστρας — ἐπιζώστρᾱς , ἐπιζώστρα girdle fem acc pl ἐπιζώστρᾱς , ἐπιζώστρα girdle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύζωνος — και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, ον Α και επικ. τ. ἐύζωνος, ον) νεοελλ. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς μσν. αρχ. 1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή 2. ντυμένος ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»