Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπιζάφελος

См. также в других словарях:

  • επιζάφελος — ἐπιζάφελος, ον (Α) 1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιζάφελος — vehement masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζαφελές — ἐπιζάφελος vehement masc/fem voc sg ἐπιζάφελος vehement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζάφελον — ἐπιζάφελος vehement masc/fem acc sg ἐπιζάφελος vehement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζαφελής — ἐπιζάφελος vehement masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζαφελῶς — ἐπιζάφελος vehement adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάφελος — ζάφελος, ον (Α) ζαφελής*, ορμητικός («πυρός ζαφέλοιο», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα είναι αιολική μορφή τού δια ] …   Dictionary of Greek

  • gʷhel- —     gʷhel     English meaning: to wish     Deutsche Übersetzung: “wollen”     Material: Gk. θέλω, ἐ θέλω (to prefix s. ē̆ , ŏ particle) “will, wũnsche”, changing through ablaut φαλίζει θέλει Hes.; ἐπιζάφελος “violent”; O.N. gildra f.; gildri n …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»