-
1 επιζαφελος
См. также в других словарях:
επιζάφελος — ἐπιζάφελος, ον (Α) 1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης… … Dictionary of Greek
ἐπιζάφελος — vehement masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζαφελές — ἐπιζάφελος vehement masc/fem voc sg ἐπιζάφελος vehement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζάφελον — ἐπιζάφελος vehement masc/fem acc sg ἐπιζάφελος vehement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζαφελής — ἐπιζάφελος vehement masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζαφελῶς — ἐπιζάφελος vehement adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάφελος — ζάφελος, ον (Α) ζαφελής*, ορμητικός («πυρός ζαφέλοιο», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα είναι αιολική μορφή τού δια ] … Dictionary of Greek
gʷhel- — gʷhel English meaning: to wish Deutsche Übersetzung: “wollen” Material: Gk. θέλω, ἐ θέλω (to prefix s. ē̆ , ŏ particle) “will, wũnsche”, changing through ablaut φαλίζει θέλει Hes.; ἐπιζάφελος “violent”; O.N. gildra f.; gildri n … Proto-Indo-European etymological dictionary