-
1 επιζάφελον
-
2 ἐπιζάφελον
-
3 ἐπιζάφελος
A vehement, violent,χόλος Il.9.525
. Adv. - λῶς (as if from ἐπιζαφελής, which never occurs, v. Eust.769.22) vehe mently, furiously, ἐ. χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il.9.516, Od.6.330; : also neut. as Adv.,ἐπιζάφελον κοτέουσα A.R. 4.1672
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζάφελος
См. также в других словарях:
ἐπιζάφελον — ἐπιζάφελος vehement masc/fem acc sg ἐπιζάφελος vehement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιζάφελος — ἐπιζάφελος, ον (Α) 1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης… … Dictionary of Greek