Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιζητῶ

  • 1 επιζητώ

    ἐπιζητέω
    seek after: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιζητέω
    seek after: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιζητέω
    seek after: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιζητέω
    seek after: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > επιζητώ

  • 2 ἐπιζητῶ

    ἐπιζητέω
    seek after: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιζητέω
    seek after: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιζητέω
    seek after: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιζητέω
    seek after: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἐπιζητῶ

  • 3 επιζητώ

    (ε) μετ. искать (чьего-л. расположения и т. п.); стремиться (к чему-л.); добиваться;

    επιζητ την φιλίαν κάποιου — добиваться чьей-л. дружбы;

    επιζητεί να διασφαλίσει τη θέση του — он старается сохранить своё служебное положение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιζητώ

  • 4 ἐπιζητῶ

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιζητῶ

  • 5 δόμα

    δόμα, δόματος, τό (Ps.-Pla., Defin. 415b; Plut.; pap [Mayser 435]; LXX; EpArist 224; Philo, Cher. 84; Just., D. 39, 2 al. Cp. the entry δῶμα) gift δ. ἀγαθά good gifts (cp. Sir 18:17) Mt 7:11; Lk 11:13. διδόναι δόματά τινι Eph 4:8 (cp. Ps 67:19; Just., D. 39, 4); οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δ. not that I desire the gift Phil 4:17.—DELG s.v. δίδωμι A. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > δόμα

  • 6 πλεονάζω

    πλεονάζω (πλέον) fut. πλεονάσω LXX; 1 aor. ἐπλεόνασα, aor. pass. 3 pl. ἐπλεονάσθησαν 1 Ch 5:23 (Thu., Hippocr. et al.; ins, pap, LXX; PsSol 5:4; ApcEsdr 3:6 p. 27, 11 Tdf.; EpArist 295 [cj. by Wendl.]; intr. Thu. 1, 120, 4 et al.; in earlier Gk. mostly in neg. sense relating to excess).
    to become more and more, so as to be in abundance, be/become more or be/become great, be present in abundance, grow, increase, intr. (Strabo 4, 1, 13; Appian, Bell. Civ. 5, 89 §370; Ael. Aristid. 33 p. 616 D.; schol. on Nicander, Ther. 553; 2 Ch 24:11; Philo, Rer. Div. Her. 245; Jos., Ant. 19, 319) 2 Pt 1:8. Increase in number, multiply Dg 6:9; cp. 7:8. Of sin (cp. Sir 23:3 ὅπως μὴ αἱ ἁμαρτίαι μου πλεονάσωσι) Ro 5:20a (cp. Philistion [IV B.C.] 4 p. 110, 8 Wellmann [s. Diocles] ἐπειδάν πλεονάσῃ τὸ θερμόν), vs. 20b. Of grace 6:1; 2 Cor 4:15 (in remarkable violation of the Hellenic principle μηδὲν ἄγαν). Of love 2 Th 1:3. ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα I seek the fruit that increases Phil 4:17.
    to have more than is necessary, have too much, intr. (Diod S 2, 54, 7; 11, 59, 4; 19, 81, 3; Appian, Bell. Civ. 4, 108 §454 of legions with more than the usual number of men) 2 Cor 8:15 (Ex 16:18).
    to be responsible for increase, trans.
    to bring forth in abundance, increase τὶ someth. (Ps 70:21; Jos., Ant. 1, 32) τὸ στόμα σου ἐπλεόνασεν κακίαν 1 Cl 35:8 (Ps 49:19).
    to cause increase (w. περισσεύειν) ὑμᾶς ὁ κύριος πλεονάσαι τῇ ἀγάπῃ may the Lord cause you to increase (= become rich) in love 1 Th 3:12.—DELG s.v. πλείων. M-M.TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πλεονάζω

См. также в других словарях:

  • επιζητώ — επιζητώ, επιζήτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: επιζητώ : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται καμιά φορά στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιζητώ — (AM ἐπιζητῶ, έω) επιδιώκω, προσπαθώ να βρω τρόπο για να αποκτήσω ή να επιτύχω κάτι (α. «επιζητεί τη φιλία του» β. «ἐπιζητοῡσι... τῶν τοιούτων ἀκούειν», Πολύβ.) αρχ. 1. αναζητώ κάποιον («ἐπιζητήσει τὸν Κροῑσον», Ηρόδ.) 2. ερευνώ περαιτέρω …   Dictionary of Greek

  • επιζητώ — επιζήτησα, επιζητήθηκα 1. ζητώ κάτι επίμονα ή για πολύ καιρό, το γυρεύω εντατικά. 2. επιδιώκω να πετύχω κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιζητῶ — ἐπιζητέω seek after pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιζητέω seek after pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιζητέω seek after pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιζητέω seek after pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • φιλοδοξώ — φιλοδοξῶ, έω, ΝΑ [φιλόδοξος] αγαπώ πολύ και επιδιώκω την δόξα, είμαι φιλόδοξος νεοελλ. επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιήσω ένα έργο αρχ. 1. φρ. «φιλοδοξῶ εἴς τινας» επιζητώ να δοξαστώ μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (Πολ.) 2. παροιμ. «φιλοδοξῶ ἐν… …   Dictionary of Greek

  • αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • αδικοδοξώ — ἀδικοδοξῶ ( έω) (AM) επιζητώ τη δόξα με άδικα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδικόδοξος < ἄδικος + δόξα] …   Dictionary of Greek

  • αμφιμάομαι — ἀμφιμάομαι (Α) (μόνο στην προστ. ἀμφιμάσασθε) σπογγίζω, πλένω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι* + μάομαι «επιδιώκω, επιζητώ»] …   Dictionary of Greek

  • αντεπιζητώ — ἀντεπιζητῶ ( έω) (Μ) επιζητώ και εγώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»