-
1 επιζητείται
ἐπιζητέωseek after: pres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐπιζητέωseek after: pres ind mp 3rd sg (attic epic) -
2 ἐπιζητεῖται
ἐπιζητέωseek after: pres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐπιζητέωseek after: pres ind mp 3rd sg (attic epic) -
3 ἐπιζητέω
A seek after, wish for, miss,τινά Hdt.3.36
, Plu.Sull.19;οὐδὲν ἄλλο χρῆμα οὕτω ἐν βραχέϊ ἐπεζήτησα ὡς.. Hdt.5.24
; μηδὲν ἐπιζητείτω let her lack nothing, PTeb.416.20 (iii A.D.); ἐ. τὸν ἄν θρωπονmake further search for.., D.18.133; τῆς αἰτίας αἰτίαν ἐπι ζητούσης requiring, Plb.1.5.3, cf. Ph.1.18: abs., οἱ ἐπιζητοῦντες the beaters (for game), X.Cyr.2.4.25:—[voice] Pass., τὰ ἐπιζητούμενα περὶ τὴνεὐδαιμονίαν Arist.EN 1098b22
, cf. 1172b35, Diog.Oen.23; οἱ -ούμενοι criminals `wanted', POxy.80.15 (iii A.D.).b. request, πρός τινας , cf. PMasp.156.16 (vi A.D.).2. seek for besides,μηδ' ἕτερ' ἐπιζήτει καλά Antiph.44.5
; inquire further,περὶ.. Sor.1.2
, cf. Gal. 16.490.3. [voice] Pass., ἐπιζητεῖται is matter of question,ἐ. πότερον.. Arist.EN 1169b13
, cf. Phld.D.1.22, Rh.1.194S., al.4. demand, require, PLille7.6 (iii B.C.):—[voice] Pass., POxy. 1194.2 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζητέω
-
4 ἐπιζητέω
ἐπιζητέω impf. ἐπεζήτουν; fut. ἐπιζητήσω LXX; 1 aor. ἐπεζήτησα; aor. pass. ἐπεζητήθην Tobit 2:8 S (s. ζητέω; Hdt.+).① to try to find out someth., search for, seek afterⓐ lit. τινά someone (PHamb 27, 4 [250 B.C.] αὐτὸν ἐπεζήτουν καὶ οὐχ ηὕρισκον; Jos., Ant. 17, 295) Lk 4:42; Ac 12:19.ⓑ inquire, want to know περὶ τῆς θεότητος inquire about the Godhead Hm 10, 1, 4 (w. ἐρευνᾶν). περὶ τῶν μορφῶν ὧν ἐπιζητεῖς about the forms of which you made inquiry v 3, 11, 1; want to know someth. (Philo, Spec. Leg. 1, 46) Ac 19:39; Hs 6, 4, 1; 9, 16, 1.ⓒ discuss, debate, dispute (Aristot., EN 9, 9, 2 [1169b, 13] ἐπιζητεῖται πότερον … ἤ=‘it is debated whether … or’) τὰ ἐπιζητούμενα παρʼ ὑμῖν πράγματα the matters that are in dispute (or being discussed) among you 1 Cl 1:1.ⓐ wish, wish for abs. Dg 11:5. τὶ (Diod S 17, 101, 6; Jos., Ant. 6, 149; 14, 407) Mt 6:32; Lk 12:30; Ro 11:7; Phil 4:17; Hb 11:14. τὴν μέλλουσαν πόλιν 13:14 (cp. Is 62:12). ζωήν Dg 12:6. W. inf. foll. (Polyb. 3, 57, 7; Diod S 19, 8, 4; PTebt 314, 6; TestJob 44:2) Ac 13:7; Dg 11:2. τί ἐπιζητεῖς; what do you want? Hs 7:1.ⓑ desire, want (Theophr. et al.; PLille 7, 6 [III B.C.]; 1 Macc 7:13) σημεῖον of people who want a sign Mt 12:39; 16:4; Lk 11:29 v.l.—M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἐπιζητεῖται — ἐπιζητέω seek after pres ind mp 3rd sg (attic epic) ἐπιζητέω seek after pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
поиматиса — ПОИМАТИСА1 (10), ПОѤМЛ|ЮСѦ, ЕТЬСѦ гл. 1.Взиматься: Сего ради поемле(т)сѧ овча безлобь˫а дѣлѧ. и одежю •а҃•го дѣлѧ обнаже(н)˫а. таково бо е(с) за ны заколе(н)е. одежа же не истлѣющи. а и сущи прозываема. (λαμβονεται) ГБ к. XIV, 62а; нѣ(с) же чюдно … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… … Dictionary of Greek
ποιμενικός — ή, ό / ποιμενικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμήν, μένος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό α) η βουκολική ποίηση β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση τής μουσικής τών… … Dictionary of Greek
ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος … Dictionary of Greek
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… … Dictionary of Greek
Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… … Dictionary of Greek