-
1 επιεσσάμενοι
ἐπϊεσσάμενοι, ἐφίζωset upon: aor part mid masc nom /voc plἐπϊεσσάμενοι, ἐπιέννυμιput on besides: aor part mid masc nom /voc pl (epic) -
2 ἐπιεσσάμενοι
ἐπϊεσσάμενοι, ἐφίζωset upon: aor part mid masc nom /voc plἐπϊεσσάμενοι, ἐπιέννυμιput on besides: aor part mid masc nom /voc pl (epic) -
3 ἐπιέννυμι
a clothe with c. acc. & dat., med. ἐκ δὲ Πελλάνας (sc. ἀπέβαν) ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (cf. O. 9.97; τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ.) N. 10.44b med. clothe oneself in c. acc., met. θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος will take on a covering of earth N. 11.16 -
4 κρόκα
1 wool ἐκ δὲ Πελλάνας ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (sc. ἀπέβαν· τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ, i. e. as prizes in the games) N. 10.44 ]δε πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ (supp. Zuntz) Πα. 13a. 19. -
5 μαλακός
1 soft, gentle μαλακαῖς ἐπαοι-δαῖς P. 3.51
μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα (sc. Ἀπόλλωνα) P. 4.271ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις N. 10.44
μαλακαῖς εὐδίαις Pae. 2.52
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα of girls' hands Παρθ. 2. 7. n. pl. pro adv., μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος (Er. Schmid: μαλθακά codd.: with gentle disposition towards the noble) N. 4.95 -
6 νῶτον
(-ῳ, -ον; -ων, -οισιν, -α.)a backI of a person. στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ sc. the back of Typhon, buried beneath Mt. Etna P. 1.28 πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον of Jason P. 4.83ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.183
ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος N. 6.57
ἐκ δὲ Πελλάνας (sc. ἀπέβαν)ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις N. 10.44
pl. pro s.,δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26
, cf. Πα. 6. 139 infra.II of an eagle.ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.9
b of landI expanse, surface “ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26 ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς Jason, while ploughing P. 4.228II ridgeὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων O. 7.87
met., of person and place, τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον of Aigina, nymph and island Pae. 6.139 -
7 Πέλλανα
Πέλλᾱνα city of Achaia, where were held games in which the prize was a woolen cloak, cf.1Σ O. 10.146
,Σ N. 10.82
ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν Πέλλανά τ O. 7.86
ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε sc. Epharmostos O. 9.98 Πέλλανά τε καὶ Σικυὼν (sc. μαρτυρήσουσι) O. 13.109 ἐκ δὲ Πελλάνας (sc. ἀπέβαν)ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις N. 10.44
-
8 ἐπιέννυμι
A put on besides or over, χλαῖναν δ' ἐπιέσσαμεν we threw a cloak over him, Od.20.143: elsewh. Hom. has only [tense] pf. part. [voice] Pass. ἐπιειμένος ([dialect] Aeol.ἐπέμμενος Sapph.70
): in metaph. sense c. acc., ἀναιδείην, ἀλκήν, clad in shamelessness, strength, Il.1.149, 8.262, etc.;ἐ. ἀχλύν AP7.283
(Leon.); λευκοῖσι κόμας ἐ. ὤμοις covered with hair over her white shoulders, A.R.3.45; χαλκὸν ἐπίεσται has brass upon or over it, Orac. ap. Hdt.1.47:—[voice] Med., put on oneself besides, put on as an upper garment,χλαίνας ἐπείνυσθαι Hdt.4.64
: metaph., ἐπὶδὲ νεφέλην ἕσσαντο Il.14.350
; γᾶν ἐπιεσσόμενος ([tense] fut.), i.e. to be buried. Pi.N.11.16; soγῆν ἐπιέσασθαι X.Cyr.6.4.6
;γῆν ἐπιεννύμεθα AP7.480
(Leon.), cf. Theoc.Ep.9.4: also, c. acc. rei, ἐπιεσσάμενοι νῶτον κρόκαις having wrapt one's shoulders with it, Pi.N.10.44.— Old [dialect] Ep. Verb, not found till late (exc. Sapph. l.c.) in the form [full] ἐφέννῡμι, because of the digamma, v. ἕννυμι, καταέννυμι; ἐπιέσασθαι is retained even in X.l.c.; ἐφέσσεσθαι, ἐφέσσατο, A.R.1.691, 1326;ἐφεσσάμενος Theoc.
l.c., AP7.299 (Nicom.), 446 (Hegesipp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιέννυμι
См. также в других словарях:
ἐπιεσσάμενοι — ἐπϊεσσάμενοι , ἐφίζω set upon aor part mid masc nom/voc pl ἐπϊεσσάμενοι , ἐπιέννυμι put on besides aor part mid masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)