-
1 επιεικτος
3уступающий, податливый (только с отриц.)σθένος οὐκ ἐπιεικτόν Hom. — неодолимая сила;
μένος οὐκ ἐπιεικτόν Hom. — неукротимый пыл;πένθος οὐκ ἐπιεικτον Hom. — безысходная скорбь;ἔργα οὐκ ἐπιεικτά Hom. — возмутительные дела
См. также в других словарях:
επιεικτός — ἐπιεικτός, ή, όν και ἐπίεικτος, ον (Α) 1. ενδοτικός, υποχωρητικός («μένος ἐστὶν ἀάσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν», Ομ. Ιλ.) 2. ανεκτός, υποφερτός («ἵνα ἔργα γελαστά καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε», Ομ. Οδ.) 3. (με δοτ.) αρμόδιος, κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
ἐπιεικτά — ἐπιεικτός yielding neut nom/voc/acc pl ἐπιεικτά̱ , ἐπιεικτός yielding fem nom/voc/acc dual ἐπιεικτά̱ , ἐπιεικτός yielding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικτόν — ἐπιεικτός yielding masc acc sg ἐπιεικτός yielding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)