-
1 επιδίφριον
-
2 ἐπιδίφριον
-
3 επιδιφριος
См. также в других словарях:
ἐπιδίφριον — ἐπιδίφριος on the car masc/fem acc sg ἐπιδίφριος on the car neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιδίφριον
2 ἐπιδίφριον
3 επιδιφριος
ἐπιδίφριον — ἐπιδίφριος on the car masc/fem acc sg ἐπιδίφριος on the car neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)