-
1 επιδιζημαι
1) рассматривать (вопрос), исследоватьἐπιδίζηται τὸ ἐνθεῦτεν ἡμῖν ὅ λόγος τὸν Κῦρον Her. — отныне речь у нас пойдет о Кире
2) требовать (еще)τί δ΄ ἂν ἐπιδιζήμενος ποιέοιμι ταῦτα ; Her. — с какой целью я стал бы это делать?
См. также в других словарях:
επιδίζημαι — ἐπιδίζημαι (Α) 1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τόν τε Κῡρον», Ηρόδ.) 2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»] … Dictionary of Greek
ἐπιδιζήμενος — ἐπιδίζημαι inquire besides perf part mp masc nom sg ἐπιδίζημαι inquire besides pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδίζηται — ἐπιδίζημαι inquire besides pres ind mp 3rd sg ἐπιδίζομαι inquire besides pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)