-
1 επιδέσεσι
-
2 ἐπιδέσεσι
См. также в других словарях:
ἐπιδέσεσι — ἐπίδεσις bandaging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιδέσεσι
2 ἐπιδέσεσι
ἐπιδέσεσι — ἐπίδεσις bandaging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)