-
1 ἐπιδύνω/ἐπιδύω
+ V 1-1-1-0-0=3 Dt 24,15; Jos 8,29; Jer 15,9 -
2 ἐπι-δύω
ἐπι-δύω (s. δύω), intr. tempp., darüber untergehen, πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il. 2, 413; ἐπί τινι, über Etwas, ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῇ ὀργῇ Ephes. 4, 26; Maneth. so auch praes. ἐπιδύνω.
См. также в других словарях:
επιδύω — ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α) (για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ. β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς… … Dictionary of Greek