-
1 επιδράξεσθαι
-
2 ἐπιδράξεσθαι
См. также в других словарях:
ἐπιδράξεσθαι — ἐπιδράσσομαι lay hold of fut inf mp ἐπιδράσσομαι lay hold of fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιδράξεσθαι
2 ἐπιδράξεσθαι
ἐπιδράξεσθαι — ἐπιδράσσομαι lay hold of fut inf mp ἐπιδράσσομαι lay hold of fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)