-
1 επιδρομικος
-
2 επιδρομικός
η, ό[ν] агрессивный; совершающий вторжение, нашествие, налёт, набег
См. также в других словарях:
επιδρομικός — ἐπιδρομικός, ή, όν (Α) [επιδρομή] αυτός που γίνεται επιδρομάδην, βιαστικός, εσπευσμένος … Dictionary of Greek
επιδρομικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδρομή ή τον επιδρομέα, που εκτελεί επιδρομή: Επιδρομικό απόσπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδρομικώτερον — ἐπιδρομικός hasty adverbial comp ἐπιδρομικός hasty masc acc comp sg ἐπιδρομικός hasty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)