-
1 επιδρομή
ἐπιδρομέωpres subj mp 2nd sgἐπιδρομέωpres ind mp 2nd sgἐπιδρομέωpres subj act 3rd sgἐπιδρομήrunning over: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐπιδρομῇ
ἐπιδρομέωpres subj mp 2nd sgἐπιδρομέωpres ind mp 2nd sgἐπιδρομέωpres subj act 3rd sgἐπιδρομήrunning over: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 επιδρομή
-
4 ἐπιδρομή
-
5 επιδρομη
ἥ1) бег (по направлению к чему-л.)ἐπιδρομαὴ κυμάτων Arst. — прибой или прилив
2) набег, нападение(τῷ τειχίσματι Thuc.; τῶν πολεμίων Plut.)
ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή Her. — хищнический набег;ἐξ ἐπιδρομῆς Plat., Dem., Plut.; — стремительно, без приготовления, сгоряча3) место (для) высадки(ἐπιδρομαὴ Λιβύης Eur.)
-
6 επιδρομή
η1) вторжение, агрессия; нашествие (тж. перен.);επιδρομή αρουραίων (ακρίδων) — нашествие мышей (саранчи);
2) налёт; набег; наскок;αεροπορική επιδρομή — воздушный налёт
-
7 ἐπιδρομή
ἐπιδρομ-ή, ἡ,2. metaph., brief notice, Phld.Rh.2.268S.; ἐν τῇ ἐ. τῶν φιλοσόφων in his summary notice of them, D.L.7.48; summary, προειρημένωνλόγων Corn.Rh.p.389H.
;ἀποδείξεων Dam.Pr. 369
; ἐπιτομὰς ἢ συνάψειςἢ ἐπιδρομάς Gal.9.431
;ὡς ἐν ἐπιδρομῇ δεδείχθω Iamb.in Nic. p.72P.
II. inroad, raid, attack, Th.4.34, 56; τῷ τειχίσματι ib. 23; ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή plundering by means of an inroad, Hdt. 1.6: hence ἐξ ἐπιδρομῆς on the spur of the moment, ἐξ ἐ. αἱρέσεις ;εἰπεῖν Plu.Ant.80
, cf. Men.Pk. 148; cursorily, μνήμην ποιήσασθαι φαύλως καὶ ἐξ ἐ. D.H.Pomp.3 (soκατ' ἐπιδρομήν Aps.Rh.p.258H.
); μηδὲν ἐξ ἐ. παθεῖν by a sudden attack, D.21.138, cf. D.H.2.3.III. office of inspector,τῆς μητροπόλεως PFay. 23.2
(ii A.D.).IV. a place to which ships run in, landing-place,Λιβύης.. ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομάς E.Hel. 404
; πλοῦν οὔριον.. Ἰλίουτ' ἐπιδρομάς Id.IA 1597
;τὰς ἐ. τῆς θαλάσσης διαχῶσαι Phalar.Ep. 62
.V. flow of blood (to an atrophied part), Hp.Off.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδρομή
-
8 επιδρομή
[эпидроми] ουσ θ вторжение, агрессия. -
9 ἐπιδρομή
ἐπι-δρομή, ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung; bes. von einem plötzlichen Angriff; ἁρπαγὴ ἐξ ἐπιδρομῆς, eine Plünderung auf einem Streifzuge, der Unterwerfung des Landes entgegengesetzt ist; σημαίνων ἐπιδρομήν, das Zeichen zum Angriff geben; ἐξ ἐπιδρομῆς, adverbial, durch Überfall, unerwartet; λέγειν, aus dem Stegreif; Λιβύης ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομὰς πέπλευκα, Zugänge, Gestade -
10 επιδρομή
raid -
11 επιδρομή
1) najazd (m) rzecz.2) nalot (m) rzecz.3) wypad (m) rzecz. -
12 επιδρομή
nálet -
13 επιδρομή
1) attack2) foray3) raidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιδρομή
-
14 αεροπορική επιδρομή
ηLuftangriff m -
15 raid
επιδρομή -
16 nálet
επιδρομή -
17 foray
επιδρομή -
18 raid
επιδρομή -
19 najazd
επιδρομή -
20 nalot
επιδρομή
См. также в других словарях:
ἐπιδρομή — running over fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδρομή — η (AM ἐπιδρομή) 1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων») 2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)» αρχ. 1. κίνηση προς τα εμπρός 2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή… … Dictionary of Greek
επιδρομή — η 1. εισβολή σε ξένη χώρα για κατάκτηση ή λεηλασία, εισόρμηση, έφοδος. 2. μτφ., επιδρομή αρουραίων, ακριδών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδρομῇ — ἐπιδρομέω pres subj mp 2nd sg ἐπιδρομέω pres ind mp 2nd sg ἐπιδρομέω pres subj act 3rd sg ἐπιδρομή running over fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδρομαῖς — ἐπιδρομή running over fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδρομαί — ἐπιδρομή running over fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδρομήν — ἐπιδρομή running over fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
αντεπιδρομή — η επιδρομή που γίνεται για ν αποκρουστεί άλλη επιδρομή … Dictionary of Greek
κουρσεύω — (I) (Μ κουρσεύω) [κούρσος] 1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ νεοελλ. 1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω 2. καταστρέφω νεοελλ. μσν. κυριεύω, εκπορθώ μσν. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, η, ον… … Dictionary of Greek