-
1 επιδραττόμενοι
ἐπιδράσσομαιlay hold of: pres part mp masc nom /voc pl (attic)ἐπιδράσσομαιlay hold of: pres part mp masc nom /voc pl (attic) -
2 ἐπιδραττόμενοι
ἐπιδράσσομαιlay hold of: pres part mp masc nom /voc pl (attic)ἐπιδράσσομαιlay hold of: pres part mp masc nom /voc pl (attic)
См. также в других словарях:
ἐπιδραττόμενοι — ἐπιδράσσομαι lay hold of pres part mp masc nom/voc pl (attic) ἐπιδράσσομαι lay hold of pres part mp masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδράσσομαι — ἐπιδράσσομαι και ἐπιδράττομαι (Α) 1. πιάνω με τα χέρια, αδράχνω 2. επιζητώ («παντός ἐπιδραττόμενοι πολιτεύματος», Πλούτ.) 3. αντιλαμβάνομαι («ὁ νοῦς... τῶν ὄντων ἐπιδρασσόμενος», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek