-
1 επιδοχη
ἥ принятие, усвоение
См. также в других словарях:
επιδοχή — ἐπιδοχή, ἡ (Α) [επιδέχομαι] παραδοχή, αποδοχή νέας καταστάσεως («ῥᾳδίας ἔχουσι τῶν πολιτειῶν τὰς μεταβολὰς καὶ ἐπιδοχάς» εύκολα μεταβάλλουν και αποδέχονται ένα νέο καθεστώς, Θουκ.) … Dictionary of Greek
ἐπιδοχή — reception in addition fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοχαῖς — ἐπιδοχή reception in addition fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοχάς — ἐπιδοχά̱ς , ἐπιδοχή reception in addition fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)