-
1 επιδορατίς
-
2 ἐπιδορατίς
-
3 ἐπιδορατίς
A tip, point of a lance, spear-head, Demad.20, Plb. 6.25.5,al., Corn.ND30, Plu.2.217e.II. = σαυρωτήρ (q.v.), AB 303.III. spear-shaft, gloss on χάρμη, Sch.Pi.Dith.Oxy.3.13.IV. dewlap, Gloss. (nisi leg. ἐπιδορά τις vel ἐπιδορίς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδορατίς
-
4 επιδορατίδα
-
5 ἐπιδορατίδα
-
6 επιδορατίδας
-
7 ἐπιδορατίδας
-
8 επιδορατίδες
-
9 ἐπιδορατίδες
-
10 επιδορατίδι
-
11 ἐπιδορατίδι
-
12 επιδορατίδος
-
13 ἐπιδορατίδος
-
14 επιδορατίδων
-
15 ἐπιδορατίδων
-
16 επιδορατίσι
-
17 ἐπιδορατίσι
-
18 επιδορατίσιν
-
19 ἐπιδορατίσιν
-
20 στόρθη
στόρθη· τὸ ὀξὺ τοῦ δόρατος, καὶ ἐπιδορατίς, Hsch. (cf. sq.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιδορατίς — tip fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδα — ἐπιδορατίς tip fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδας — ἐπιδορατίς tip fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδες — ἐπιδορατίς tip fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδι — ἐπιδορατίς tip fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδος — ἐπιδορατίς tip fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδων — ἐπιδορατίς tip fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίσι — ἐπιδορατίς tip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίσιν — ἐπιδορατίς tip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ak̂-, ok̂- (*hekʷ-) — ak̂ , ok̂ (*hekʷ ) English meaning: ‘sharp; stone” Deutsche Übersetzung: ‘scharf, spitz, kantig” and ‘stein” Material: 1. e/o and ü St: Pers. üs (lengthened grade form) “millstone, grindstone”; Gk. ἀκή “point”, lengthenedgrade… … Proto-Indo-European etymological dictionary
επιδορατίδα — η (Α ἐπιδορατίς) η αιχμή τού δόρατος νεοελλ. ναυτ. το επιστήλιο τού προβόλου, κόντρα μπαστούνι αρχ. 1. ο καυλός, το κοντάρι τού δόρατος 2. ο σαυρωτήρ, η σιδερένια αιχμή στο πίσω μέρος τού δόρατος με την οποία τό έμπηγαν στο χώμα τις ώρες τής… … Dictionary of Greek