Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπιδιορθώσεις

  • 1 επιδιορθώσεις

    ἐπιδιόρθωσις
    correction of a previous expression: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἐπιδιόρθωσις
    correction of a previous expression: fem nom /acc pl (attic)
    ἐπιδιορθόομαι
    aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐπιδιορθόομαι
    fut ind act 2nd sg
    ἐπιδιορθόω
    correct afterwards: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐπιδιορθόω
    correct afterwards: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > επιδιορθώσεις

  • 2 ἐπιδιορθώσεις

    ἐπιδιόρθωσις
    correction of a previous expression: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἐπιδιόρθωσις
    correction of a previous expression: fem nom /acc pl (attic)
    ἐπιδιορθόομαι
    aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐπιδιορθόομαι
    fut ind act 2nd sg
    ἐπιδιορθόω
    correct afterwards: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐπιδιορθόω
    correct afterwards: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐπιδιορθώσεις

См. также в других словарях:

  • ἐπιδιορθώσεις — ἐπιδιόρθωσις correction of a previous expression fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιδιόρθωσις correction of a previous expression fem nom/acc pl (attic) ἐπιδιορθόομαι aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιδιορθόομαι fut ind act 2nd sg ἐπιδιορθόω correct… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακεστήριον — ἀκεστήριον, το (Α) [ἀκεστήρ] εργαστήριο για μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις παλαιών ενδυμάτων …   Dictionary of Greek

  • μπάλωμα — το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) [μπαλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα 2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος… …   Dictionary of Greek

  • τερεζίνα — η, Ν τεχνολ. μικρή χειροκίνητη σιδηροδρομική άμαξα χρησιμοποιούμενη στο παρελθόν για έλεγχο τής γραμμής και για επιδιορθώσεις …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Ναρμπόν — (Narbonne). Πόλη (46.900 κάτ. το 2003) της Γαλλίας, στον νομό Όντ. Η πόλη απέχει λίγα χιλιόμετρα από τις ακτές της Μεσογείου και αποτελεί σημαντικό οινοπαραγωγικό κέντρο, είναι επίσης και έδρα βιομηχανιών κεραμικής, αλευροποιίας και ειδών… …   Dictionary of Greek

  • Πράγα — (Praha). Πρωτεύουσα της Τσεχίας και επαρχία και η ίδια (Hlavni mesto Praha, 496 τ. χλμ.). Η Π., που βρίσκεται σε θαυμάσια θέση στις όχθες του Μολδάβα (Βλτάβα), παραποτάμου του Έλβα, στην καρδιά της Βοημίας, στη συμβολή ενός πυκνού οδικού,… …   Dictionary of Greek

  • σολούτριο — Λέγεται και σολοντραίος πολιτισμός. Προϊστορικός πολιτισμός της ανώτερης παλαιολιθικής εποχής, διαδομένος στη νοτιοδυτική Γαλλία, ανάμεσα στο Λείγηρα και στα Πυρηναία, και σε αρκετές ζώνες της ανατολικής Ισπανίας. Ο πολιτισμός αυτός, που… …   Dictionary of Greek

  • μπάλωμα — το 1. η επιδιόρθωση φθαρμένου υφάσματος, παπουτσιού κτλ. 2. παροιμ., «Το μπάλωμα χειρότερο από την τρύπα», για πρόχειρες επιδιορθώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»