-
1 επιδαιομαι
См. также в других словарях:
ἐπιδαίομαι — 1 to be kindled at pres ind mp 1st sg ἐπιδαίομαι 2 distribute pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδαίομαι — ἐπιδαίομαι (Α) διανέμω, διαμοιράζω («δεκάτη δ’ ἐπὶ μοῖρα δέδασται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαίομαι «μοιράζω»] … Dictionary of Greek
ἐπιδαίεται — ἐπιδαίομαι 1 to be kindled at pres ind mp 3rd sg ἐπιδαίομαι 2 distribute pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδαίσιος — ἐπιδαίσιος, ον (Α) [επιδαίομαι] μοιρασμένος στα δύο … Dictionary of Greek