-
1 επιδεξιά
-
2 ἐπιδεξιᾶ
-
3 επιδέξια
-
4 ἐπιδέξια
-
5 επιδέξια
deftlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιδέξια
-
6 'πιδέξια
ἐπιδέξια, ἐπιδέξιοςtowards the right: neut nom /voc /acc pl -
7 ἐπιδέξιος
ἐπιδέξῐ-ος, ον,A towards the right, i.e. from left to right:I. used by Hom. only in neut. pl. as Adv., ὄρνυσθ' ἑξείης ἐπιδέξια rise in order, Od.21.141, cf. Pl.Smp. 214b; περίιθι τὸν βωμὸν ἐ. Ar. Pax 957; πίνειν τὴν ἐ. (sc. κύλικα) Eup.325, cf. Anaxandr.1.4, Critias 33 D.; without idea of motion, ἕστηκεν ἐ. Lys.Fr.94; sts. as two words, ἐπὶ δεξιά, opp. ἐπ' ἀριστερά, Il.7.238, cf. Eust.ad Od. l.c.;ἐπὶ δ. χειρός Pi.P.6.19
, Theoc. 25.18; τὰ ἐπὶ δ., opp. τὰ ἐπ' ἀριστερά, Hdt.2.93, 4.191, 6.33.2. auspicious, lucky, ἀστράπτων ἐ. Il.2.353.II. later as Adj., = δεξιός, on the right hand, X.An.6.4.1, etc.; τἀπιδέξια the right side, Ar.Av. 1493 (lyr.);οἱ ἐ. ἄνεμοι Arist.Pr. 941b12
.2. clever, dexterous, tactful, Aeschin.1.178, Arist.EN 1128a17, Thphr.Char.29.4; λαβὴ φιλοσόφωνἐπιδέξιος ἡ διὰ τῶν ὤτων Zeno Stoic.1.64
: c. inf., Arist.Rh. 1381a34;ἐ. πρὸς τὰς ὁμιλίας Plb.5.39.6
;περί τι Plu.Aem.37
, D.C.69.10: [comp] Sup.,Ἀφροδίτην -ωτάτην θεῶν Plu.2.739e
: neut. pl. as Adv., ἐπιδέξια dexterously, cleverly, Anaxandr.53.5, Nicom.Com.1.27; elegantly, ἀναβάλλεσθαι ἐ. Pl.Tht. 175e: Regul. Adv.- ίως Erasistr.
ap. Gal.7.539, Plb.3.19.13, 4.35.7, Corn.ND14, Plu.2.439e.3. lucky, prosperous,τύχη D.S.8.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδέξιος
-
8 επιδέξι'
ἐπιδέξιι, ἐπίδεξιςshowing forth: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)ἐπιδέξιε, ἐπίδεξιςshowing forth: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἐπιδέξιι, ἐπίδειξιςshowing forth: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)ἐπιδέξιε, ἐπίδειξιςshowing forth: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἐπιδέξια, ἐπιδέξιοςtowards the right: neut nom /voc /acc plἐπιδέξιε, ἐπιδέξιοςtowards the right: masc /fem voc sg -
9 ἐπιδέξι'
ἐπιδέξιι, ἐπίδεξιςshowing forth: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)ἐπιδέξιε, ἐπίδεξιςshowing forth: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἐπιδέξιι, ἐπίδειξιςshowing forth: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)ἐπιδέξιε, ἐπίδειξιςshowing forth: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἐπιδέξια, ἐπιδέξιοςtowards the right: neut nom /voc /acc plἐπιδέξιε, ἐπιδέξιοςtowards the right: masc /fem voc sg -
10 ταπιδέξια
-
11 τἀπιδέξια
-
12 μεταβάλλω
A : [tense] aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi,μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94
;χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp. 204
(anap.), cf. Gal.15.556;μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar.
l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14;μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19
; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.II turn about, change, alter,τὸ οὔνομα Hdt.1.57
;τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21
; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73;τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68
;μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54
; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th. 723
;ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b
; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117;ὀργὰς μ. E.Med. 121
(anap.);μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36
, Eup.357.7;μ. τὸ ἔθος Th.1.123
; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77;μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht. 181c
: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA 343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib. 363 (troch.);εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R. 424c
;πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1
; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra. 405d;ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd. 96b
;ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R. 508d
: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς.. μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib. 404a.III intr., undergo a change,μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65
, cf. Antipho 2.4.9;μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a
, etc.;μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt. 270d
;ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol. 1276b14
, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of,καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι.. συντυχίαι E.Tr. 1118
.2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: [tense] aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, , cf. E. Ion 1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also [tense] pres. part.μεταβάλλων Id.Tht. 166d
.B [voice] Med., turn round, shift a load,μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8
;προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16
.b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6;μ. τοὺς τρόπους Ar.V. 1461
(lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El. 1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, ;μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph. 223d
;μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6
, cf. D.S. 5.13.2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31;πρός τινα Axionic.6.10
.3 turn or wheel round,μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6
;τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10
: abs., turn about,μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάλλω
-
13 ἀναβάλλω
A throw up,χοῦν ἐξ ὀρύγματος Th.4.90
, cf. X.Cyr.7.5.10, Ostr. 1399 (i A. D.); foss and dyke,X.
An.5.2.5.2 ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον put on horseback, mount him, Id.An. 4.4.4, Eq.6.12; of the horse, ἀ. τὸν ἀναβάτην unseat his rider, ib.8.7.3 ἀ. τὰ ὄμματα cast up one's eyes, so as to show the whites, Arist.Pr. 876a31;τὰ λευκά Alex.222.9
, Ctes.Fr.20.6 lift, remove a tumour, Antyll.(?)ap.Orib.45.17.6.7 [voice] Pass., to be lifted up, in prayer,εὔχονται σπλάγχνοισι κακῶς ἀναβαλλομένοισι Aristeas Epic.1
.II put back, put off,μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε.. ἄεθλον Od.19.584
(the only place in which Hom. uses the [voice] Act.); ἀ. τινά put off [with excuses], D.8.52;ἀ. τὰ πράγματα 4.14
; distract one's attention, Philostr.Im.2.24:—[voice] Pass., ἀνεβλήθη ἡ ἐκκλησία it was adjourned, Th.5.45; ὥστε.. εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας will be put off to the time of the sons, Isoc.11.25;ὑμεναίους οὐκ ἀναβαλλομένους Call.Aet.3.1.43
; cf. infr. B. 11.2 [tense] pf. part. [voice] Pass. ἀναβεβλημένος slow, measured,αὔλημα D.Chr.1.1
, cf. Hld.2.8: so in Adv.- μένως
slowly,D.H.
Dem.54.b of style, diffuse,τὸ ὕπτιον καὶ ἀ. Hermog.Id.2.11
; λέξις ἀ., opp. συνεστραμμένη, Aristid. Rh.2p.540S.B more freq. in [voice] Med., strike up, begin to play or sing (cf.ἀναβολή 11
),ἀναβάλλετο καλὸν ἀείδειν Od.1.155
, 8.266, Theoc.6.20: abs.,ἀναβάλεο Pi.N.7.77
; : c. acc.,εὐχὴν ἀ. τῷ Ἔρωτι Philostr.Im.1.29
.II put off, delay a thing in which oneself is concerned (v. supr.11),μηδ' ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα ἔργον Il.2.436
, cf. Hes. Op. 410, Pi.O.1.80, N.9.29, Hdt.3.85;τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ' ἀναβαλοῦ Ar.Nu. 1139
; ; εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν] to adjourn till the morrow, D.21.84, cf. Pl.Mx. 234b;ἀ. τινας Act.Ap.24.22
: abs., defer payment, Isoc.3.33: c. [tense] fut. inf.,ἀ. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Hdt.6.86
.β; ἀ. ἐς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι 5.49
;ἀ. ποιήσειν τὰ δέοντα D.3.9
: c. [tense] aor. inf.,ἀ. ὑποκρίνασθαι Hdt.9.8
; .III throw one's cloak up or back, throw it over the shoulder, so as to let it hang in folds,ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ar.V. 1132
: so also ἀναβάλλεσθαι alone, Id.Ec.97;ἀ. ἐπιδέξια Pl. Tht. 175e
, cf. Ar.Av. 1568; εἴσω τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον with one's cloak thrown up or back, D.19.251;ἀναβεβλ. ἄνω τοῦ γόνατος Thphr. Char.4.4
; cf.ἀναβολή 1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβάλλω
-
14 ἐνδέξιος
ἐν-δέξιος: on the right, favorable, Il. 9.236; adv. ἐνδέξια, from left to right, regarded as the lucky direction in pouring wine, drawing lots, etc., Il. 1.597, Il. 7.184, Od. 17.365; cf. ἐπιδέξια.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐνδέξιος
-
15 ἐπιδέξιος
ἐπι - δέξιος: only neut. pl. as adv., ἐπιδέξια, toward the right (the lucky direction), Od. 21.141; on the right (auspiciously), Il. 2.353.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιδέξιος
См. также в других словарях:
επιδέξια — επίρρ. βλ. επιδέξιος … Dictionary of Greek
ἐπιδεξιᾶ — ἐπί δεξιάζω approve fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέξια — ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιδέξια — ἐπιδέξια , ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπιδέξια — ἐπιδέξια , ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 … Dictionary of Greek
επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek
νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Φουκιέ-Τενβίλ, Αντουάν-Κεντέν — (Fouquier Tinville, Ερουέλ, Eν 1746 – Παρίσι 1795). Γάλλος πολιτικός και δικαστικός. Γιος πλούσιου καλλιεργητή, σπούδασε νομικά στο Παρίσι, όπου κατέλαβε μια μέτρια θέση στην αστυνομία. Συγγενής του Καμίλ Ντεμουλέν, προσχώρησε στην Γαλλική… … Dictionary of Greek