-
1 ἐπιγώνιος
II. ἐπιγώνια, τά, corner-stones or - columns, Aq.Ps.143(144).12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγώνιος
См. также в других словарях:
επιγώνιος — ἐπιγώνιος, ον (Α) 1. γωνιακός («λίθον... τῇ ἐπιγωνίῳ κεφαλῇ ἁρμοζόμενον», Γρηγ. Νύσσ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιγώνια οι ακρογωνιαίοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γών ιος (< γωνία)] … Dictionary of Greek