-
1 επιγραβδην
См. также в других словарях:
επιγράβδην — ἐπιγράβδην (Α) επίρρ. 1. ξυστά, εξώδερμα («τῷ δ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς», Ομ. Ιλ.) 2. με μορφή γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γράβ δην (< γράφω)] … Dictionary of Greek
ἐπιγράβδην — scraping the surface indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)