-
1 επιγλαυκίζοντας
-
2 ἐπιγλαυκίζοντας
См. также в других словарях:
ἐπιγλαυκίζοντας — ἐπί γλαυκίζω to be bluish grey pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιγλαυκίζοντας
2 ἐπιγλαυκίζοντας
ἐπιγλαυκίζοντας — ἐπί γλαυκίζω to be bluish grey pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)