-
1 επιγεραιρω
См. также в других словарях:
επιγεραίρω — ἐπιγεραίρω (Α) τιμώ κάποιον για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γεραίρω «τιμώ»] … Dictionary of Greek
ἐπιγεραίρειν — ἐπιγεραίρω give honour to pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)