-
1 επιβώτωρ
-
2 ἐπιβώτωρ
-
3 επιβωτωρ
-
4 ἐπιβώτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβώτωρ
-
5 ἐπιβώτωρ
ἐπι-βώτωρ, ορος: μήλων, shepherd, Od. 13.222. Cf. ἐπιβουκόλος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιβώτωρ
-
6 ἐπιβώτωρ
ἐπι-βώτωρ, ορος, ὁ, der Hirt -
7 επιβώτορι
-
8 ἐπιβώτορι
-
9 ἐπιποιμήν
ἐπι - ποιμήν, ένος: pl., fem., shepherdesses over, Od. 12.131†. Cf. ἐπιβουκόλος, ἐπιβώτωρ.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιποιμήν
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский