-
1 ἐπιβρωμάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβρωμάομαι
-
2 ἐπιβρωμάομαι
-
3 ἐπι-βρῑμάομαι
ἐπι-βρῑμάομαι, knirschen, zürnen über Einen, Conjectur für ἐπιβρωμάομαι.
-
4 επιβρωμώμενος
-
5 ἐπιβρωμώμενος
-
6 ἐπιβριμάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβριμάομαι
См. также в других словарях:
ἐπιβρωμώμενος — ἐπιβρωμάομαι bray at pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)