-
1 επιβουλίαις
-
2 ἐπιβουλίαις
-
3 ἐπιβουλία
1 treachery ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (v. l. ἐπιβουλίαις, cf. O. 10.41) N. 4.37
См. также в других словарях:
ἐπιβουλίαις — ἐπιβουλία treachery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)