Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπιβολή

См. также в других словарях:

  • ἐπιβολή — throwing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβολή — η 1. το να θέτει κάποιος κάτι σε άλλο πράγμα: Επιβολή σφραγίδας σε μέταλλο. 2. το να επιβάλλει κάποιος κάτι υποχρεωτικά: Επιβολή φόρου, ποινής κτό. 3. η αποκατάσταση με βίαιο τρόπο ισορροπίας που διασαλεύτηκε: Η επιβολή του κράτους του νόμου. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιβολή — η (AM ἐπιβολή) [επιβάλλω] νεοελλ. 1. καθορισμός, εξαναγκασμός («επιβολή φόρων») 2. αποκατάσταση τής τάξης 3. επίδραση ενός προσώπου σε άλλα, μεγαλοπρεπής εμφάνιση αρχ. μσν. 1. φόρος 2. διαίσθηση, αντίληψη 3. γνώση αρχ. μσν. παραχώρηση έρημης γης …   Dictionary of Greek

  • ἐπιβολῇ — ἐπιβολῆι , ἐπιβολεύς masc dat sg (epic ionic) ἐπιβολή throwing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭПИБОЛА —    • Έπιβολη,          означает денежный штраф, который могло своею властью наложить должностное лицо в пределах извесного размера при проступках, касавшихся его круга обязанностей (επιβολας επιβάλλειν), тогда как при более важных проступках… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐπιβολαῖς — ἐπιβολή throwing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβολαί — ἐπιβολή throwing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβολήν — ἐπιβολή throwing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβολῶν — ἐπιβολή throwing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»