-
1 επιβεβαιώσεως
-
2 ἐπιβεβαιώσεως
См. также в других словарях:
ἐπιβεβαιώσεως — ἐπιβεβαιώσεω̆ς , ἐπιβεβαίωσις further confirmation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιβεβαιώσεως
2 ἐπιβεβαιώσεως
ἐπιβεβαιώσεως — ἐπιβεβαιώσεω̆ς , ἐπιβεβαίωσις further confirmation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)