-
1 ἐπιέψεται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιέψεται
-
2 επιέψετ'
-
3 ἐπιέψετ'
См. также в других словарях:
ἐπιέψετ' — ἐπϊέψεται , ἐφέπω ply fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)