-
1 επημαίνοντο
-
2 ἐπημαίνοντο
См. также в других словарях:
ἐπημαίνοντο — πημαίνω plunge into ruin imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επημαίνοντο
2 ἐπημαίνοντο
ἐπημαίνοντο — πημαίνω plunge into ruin imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)