-
1 επηλυγαζομαι
v. l. Arst. ἐπηλυγίζομαι1) покрывать тенью, защищать (sc. νεοττούς Plut.)2) перен. прикрывать, скрывать(τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐ. Thuc.)
ἐ. πρὸ τῶν ὀμμάτων Arst. — закрывать (рукой) глаза3) использовать в качестве защиты или прикрытия(τινα Plat., τι Arst.)
ἐ. τέν χεῖρα Arst. — заслонять рукой (глаза) -
2 επιλυγιζομαι
-
3 επαυγαζομαι
См. также в других словарях:
επηλυγάζω — ἐπηλυγάζω και ἐπηλυγίζω (AM) 1. επισκιάζω, καλύπτω 2. μέσ. επηλυγάζομαι κρύβομαι πίσω από κάτι 3. αποκρύπτω («ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυγ άζω (< ηλύγ η* «σκιά, σκοτάδι»] … Dictionary of Greek
ηλύγη — ἠλύγη, ἡ (Α) 1. η σκιά 2. φρ. «δίκης ἠλύγη» οι περιπλοκές τής δίκης ή τα σκοτεινά σημεία τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός… … Dictionary of Greek
leu-g-2 : lu-g- : lū-g- — leu g 2 : lu g : lū g English meaning: black; swamp Deutsche Übersetzung: ‘schwärzlich; Sumpf” (after der Farbe) Note: Root leug 1 : “to bend” : Root leu g 2 : lu g : lū g : “black; swamp” derived from Root leu 2 (*leuĝh ): “to… … Proto-Indo-European etymological dictionary