Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπηγορεύω

См. также в других словарях:

  • επηγορεύω — ἐπηγορεύω (Α) κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγορεύω, το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • επηγορία — ἐπηγορία, η (AM) [επηγορεύω] ονομασία, προσηγορία αρχ. κατηγορία, επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση τού κατηγορία] …   Dictionary of Greek

  • επηγορώ — ἐπηγορῶ, έω (Α) έπηγορεύω …   Dictionary of Greek

  • ἁπηγόρευσε — ἀπηγόρευσε , ἀπαγορεύω forbid aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπηγόρευσε , ἐπηγορεύω say against aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»