-
1 επηγορευω
См. также в других словарях:
επηγορεύω — ἐπηγορεύω (Α) κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγορεύω, το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
επηγορία — ἐπηγορία, η (AM) [επηγορεύω] ονομασία, προσηγορία αρχ. κατηγορία, επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση τού κατηγορία] … Dictionary of Greek
επηγορώ — ἐπηγορῶ, έω (Α) έπηγορεύω … Dictionary of Greek
ἁπηγόρευσε — ἀπηγόρευσε , ἀπαγορεύω forbid aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπηγόρευσε , ἐπηγορεύω say against aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)