-
1 επεχώσατο
-
2 ἐπεχώσατο
-
3 ἐπιχώομαι
ἐπιχώομαι, Dep.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχώομαι
См. также в других словарях:
ἐπεχώσατο — ἐπί χόω throw aor ind mid 3rd sg ἐπί χώομαι to be angry aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχώομαι — ἐπιχώομαι (Α) οργίζομαι για κάτι («ἐπεχώσατο μύθοις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώομαι «οργίζομαι, είμαι απρόθυμος»] … Dictionary of Greek