-
1 επευφημισμός
-
2 ἐπευφημισμός
-
3 ἐπευφημισμός
ἐπευφημ-ισμός, ὁ,A shout of approval, Eust.120.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπευφημισμός
См. также в других словарях:
ἐπευφημισμός — shout of approval masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επευφημισμός — ο (Μ ἐπευφημισμός) [επευφημώ] η επευφημία … Dictionary of Greek