-
1 επετίλησεν
-
2 ἐπετίλησεν
См. также в других словарях:
ἐπετίλησεν — ἐπετί̱λησεν , ἐπί τιλάω to have a thin stool aor ind act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επετίλησεν
2 ἐπετίλησεν
ἐπετίλησεν — ἐπετί̱λησεν , ἐπί τιλάω to have a thin stool aor ind act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)