-
1 επετησίω
-
2 ἐπετησίῳ
См. также в других словарях:
ἐπετησίῳ — ἐπετήσιος from year to year masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατεία — ἡ, Α [προστατεύω] αρχηγία, εξουσία («ὧν ἡγοῡντο ἐπετησίῳ προστατείᾳ ἐκ τοῡ ἀρχικοῡ γένους Φώτιος καὶ Νικάνωρ», Θουκ.) … Dictionary of Greek