-
1 επετησίοις
-
2 ἐπετησίοις
См. также в других словарях:
ἐπετησίοις — ἐπετήσιος from year to year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επετησίοις
2 ἐπετησίοις
ἐπετησίοις — ἐπετήσιος from year to year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)