-
1 επεσκεμμένην
-
2 ἐπεσκεμμένην
См. также в других словарях:
ἐπεσκεμμένην — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επεσκεμμένην
2 ἐπεσκεμμένην
ἐπεσκεμμένην — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)