Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπερύω

См. также в других словарях:

  • επερύω — ἐπερύω (Α) 1. σέρνω, τραβώ («θύρην δ ἐπέρυσσε κορώνῃ», Ομ. Οδ.) 2. σέρνω προς τα μένα («ἡ δὲ ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη») 3. τραβώ κάτι επάνω μου για να σκεπαστώ («ἐπειρυσάμενον τὴν λεοντέην κατυπνῶσαι», Ηρόδ.) 4. στήνω, ιδρύω («τύμβον …   Dictionary of Greek

  • ἐπειρυσάμενον — ἐπερύω pull to aor part mid masc acc sg (epic ionic) ἐπερύω pull to aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπερύσαι — ἐπερύω pull to aor inf act ἐπερύσαῑ , ἐπερύω pull to aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπειρύσσαντες — ἐπερύω pull to aor part act masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέρυσε — ἐπερύω pull to aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέρυσσε — ἐπερύω pull to aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • ἐπειρύσασα — ἐπειρύσᾱσα , ἐπερύω pull to aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπειρύσσασα — ἐπειρύσσᾱσα , ἐπερύω pull to aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»