-
1 επερρητόρευσε
-
2 ἐπερρητόρευσε
См. также в других словарях:
ἐπερρητόρευσε — ἐπιρρητορεύω declaim over aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επερρητόρευσε
2 ἐπερρητόρευσε
ἐπερρητόρευσε — ἐπιρρητορεύω declaim over aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)