-
1 επερεθιζω
возбуждать, горячитьἐ. πηκτίδα χερσίν Anth. — бряцать на пектиде
См. также в других словарях:
επερεθίζω — ἐπερεθίζω (Α) 1. διεγείρω, παρακινώ 2. αγγίζω … Dictionary of Greek
ἐπηρέθιζον — ἐπερεθίζω stimulate imperf ind act 3rd pl ἐπερεθίζω stimulate imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεθισμένοι — ἐπερεθίζω stimulate perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρέθισα — ἐπερεθίζω stimulate aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερεθίσας — ἐπερεθίσᾱς , ἐπερεθίζω stimulate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπερεθίσᾱς , ἐπερεθίζω stimulate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)